Friday 3 October 2008

Η ΑΛΗΘΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ


Στην κηδεία της μητέρας φόρεσα ενα λευκό κοστούμι που μου ερχοτάν κάπως στενό. Ένοιωθα τις ραφές του επάνω στη σάρκα μου. Το παντελόνι έσφιγγε την μέση μου. Η ημέρα ηταν ζεστή, αποπνιχτική. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Στα μάγουλα το μακιγιάζ που σκέπαζε το πρόσωπο της μητέρας είχε σβύσει και φαινόταν ένα κομμάτι γκρίζας σάρκας. Όπως έπεφτε το χώμα το γυαλί που σκέπαζε το πρόσωπο της έσπασε. Με έπιασε πανικός. Η μητέρα δεν θα μπορούσε να αναπνεύσει κάτω απο το βάρος τόσου χώματος.

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Ανάμεσα στα πράγματα της μητέρας ανακάλυψα ένα ωραίο σιντεφένιο κουτί που έφερε από τον Λίβανο γεμάτο ασπρόμαυρες φωτογραφίες που με μετέφεραν σαν Ζέφυρος σε εποχές τρυφερές. Είδα τον εαυτό μου μαθητή του δημοτικού να μαζεύει τις βαθυκόκκινες τουλίπες που φύτρωναν ανάμεσα στα στάχυα, στα πράσινα, τα σπαρμένα χωράφια της Μύρτου όπου πηγαίναμε εκδρομή, η μητέρα οδηγούσε το πράσινο μας Morris Μinor. Εκεί μαζευόταν όλη η οικογένεια, γέλια, τραγούδια, εδέσματα. Ο Πενταδάκτυλος παρακολουθούσε τις κινήσεις μας και διάβαζε τις σκέψεις μας, άλλοτε γεμάτος τρυφερότητα, άλλοτε αυστηρός, απόμακρος. Την άνοιξη ανεβαίναμε στον Άγιο Ιλαρίωνα, το μαγεμένο κάστρο, ο δρόμος οφιώδης όλο στροφές, με τρόμαζε αλλά μου άρεσε να βλέπω την Κερύνεια να απλώνεται νωχελικά στα πόδια μου, παντού πράσινο και λουλούδια. Το καλοκαίρι στο Αρμενομανάστηρο και από εκει, κάτω στον Παχύαμμο για μπάνιο. Στη στροφή συναντούσαμε την Ηχώ και η κάθε μας λέξη που φωνάζαμε απλωνόταν και κάλυπτε το βουνό.
Την γιαγιά την λάτρευα και περνούσα στο χωριό τις διακοπές μου. Τα απογεύματα, περίπατοι παρέες παρέες και Εσπερινό στην όμορφη εκκλησία, όταν ο ήλιος πέφτοντας έριχνε χρυσοκόκκινες ακτίδες από τα ψηλά παράθυρα και ο ιερέας έψελνε με μακρόσυρτες ανατολίτικες φιοριτούρες. Τότε ξυπνούσαν μέσα μου περίεργα συναισθήματα ερωτισμού, ενοχής, εξιλέωσης –ήταν η εποχή που ανακάλυπτα το κορμί μου και τις ηδονές του– και εξόρκιζα τις «αμαρτωλές» μου επιθυμίες με προσευχές και ασκητικές ασκήσεις. Τα θυμάμαι όταν περνώ σήμερα από την Πόρτα της Πάφου. Εκεί ήταν το καφενείο «Σπίτ – φάιαρ». Στη βεράντα του Τούρκοι και Έλληνες έπιναν ναργιλέ και λίγο πιο κάτω παίρναμε τα λεωφορεία για το χωριό –όλα ερείπια στην πράσινη γραμμή.